- στιλβοποιοῦσα
- στιλβοποιέωmake to shinepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στιλβοποιώ — έω, Α κάνω κάτι στιλπνό, κάνω κάτι να λάμπει («μίγνυται δὲ καὶ σμήγμασιν ὀδόντων καὶ ἐπιχρίσμασι προσώπου στιλβοποιοῡσα», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στιλβός + ποιῶ (< ποιός*)] … Dictionary of Greek